Το 2017 ήταν μια χρονιά που αποδείχθηκε ότι τίποτα δεν ήταν ασφαλές. Η μια κυβερνοεπίθεση διαδεχόταν την άλλη, από την παραβίαση στην εταιρεία Equifax που άφησε εκτεθειμένη τη μισή Αμερική, μέχρι παγκόσμιες εκστρατείες εκβιασμού και λύτρων που στοίχισαν σε εταιρείες εκατομμύρια δολάρια. Και όλες οι κυβερνοεπιθέσεις έγιναν σαν κεραυνός εν αιθρία, υπογραμμίζοντας παράλληλα το πόσο ανησυχητικά εύθραυστες είναι οι προσωπικές πληροφορίες μας.
Έχουν γνωστοποιηθεί αρκετά ακόμα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι
κρατικοί χάκερ, ενώ πλέον η δημιουργία εξελιγμένων τρόπων διάδοσης
κακόβουλου λογισμικού και λογισμικού εκβιασμού (λυτρισμικό), αλλά και
τρόπων κλοπής δεδομένων από εταιρείες, είναι πιο εύκολη από ποτέ.
Επιπλέον, οι εταιρείες συχνά αποτυγχάνουν να βρουν και να διορθώσουν εγκαίρως τα αδύναμα σημεία στα συστήματα ασφαλείας τους.
Και τα χειρότερα έρχονται. «Καθώς χρησιμοποιούμε το διαδίκτυο ολοένα
και περισσότερο για τη λειτουργία των επιχειρήσεών μας, οι εγκληματίες
συνειδητοποιούν την πραγματική αξία των δεδομένων που προστατεύουν οι
οργανισμοί και οδηγούμαστε στη στοχοποίηση των εν λόγω εταιρειών. Σαν
αποτέλεσμα, βλέπουμε περισσότερες παραβιάσει μεγάλου βεληνεκούς,
περισσότερες παραβιάσεις σε μεγάλες εταιρείες», δήλωσε ο Μαρκ
Νουνίκοβεν, αντιπρόεδρος του τμήματος έρευνας υπολογιστικού νέφους
(Cloud) στην εταιρεία ασφάλειας Trend Micro.
Συγκεκριμένα, το λυτρισμικό, δηλαδή το λογισμικό που κλειδώνει
αρχεία, ώστε μετά οι χάκερ να μπορούν να ζητήσουν λεφτά ώστε τα αρχεία
να γίνουν πάλι διαθέσιμα στην ιδιοκτήτρια εταιρεία, συναντιέται όλο και
περισσότερο.