σχόλιο ID-ont: Πριν λίγες ημέρες είχαμε κάνει αναφορά σε ένα άρθρο, από "αριστερό" blog (Παλιός και νέος ‘’μεγάλος αδελφός’’), σχετικό με την παρακολούθηση των πολιτών. Σήμερα σας παρουσιάζουμε ένα άρθρο, από "δεξιά" ιστοσελίδα, το οποίο κάνει εκτενή αναφορά στο φαινόμενο της φοροδιαφυγής και στους λόγους ύπαρξής της.

Πέρα από το εάν συμφωνεί ή όχι κάποιος με τις απόψεις του συγγραφέα περί φοροδιαφυγής, δεν μπορεί παρά να χειροκροτήσει την κριτική που ασκεί για την δήθεν αποτελεσματική αντιμετώπισή της με την κατάργηση των μετρητών και την είσοδό μας στην "αχρήματη κοινωνία":  "...Οφείλει εδώ να σημειωθεί ότι έλεγχος σε παρόμοιο βαθμό της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, παρακολούθηση δηλαδή κάθε οικονομικής κίνησης, στην ουσία όλης τους τής ζωής, όπως αυτός που προωθείται, ιστορικά δεν επιδιώχθηκε ούτε από τα αυταρχικότερα, υποτίθεται, καθεστώτα..."

Διαβάστε όλο άρθρο:

www.antinews.gr: «Όλα μαύρα – μέχρι να ξαναδούμε άσπρη μέρα!» 

Ο Πέτρος αγόρασε πρόσφατα για πρώτη φορά ένα κιλό παράνομο, χύμα καπνό. Ευρώ είκοσι δύο. Θα στρίψει με αυτό ίσως και χίλια τσιγάρα και θα περάσει πάνω από ένα μήνα. Τα έβαλε κάτω : για το αντίστοιχο διάστημα αγοράζοντας πακέτα θα έδινε εκατόν εβδομήντα ευρώ. Εκατόν πενήντα ευρώ μηνιαία εξοικονόμηση για έναν άνεργο με παιδί, που επιδοτείται από τον πεθερό του για να τα βγάλει πέρα, είναι λογαριασμός. Πέρασε λοιπόν, μέχρι νεωτέρας, για να ικανοποιήσει τη συνήθειά του στο χώρο της παραοικονομίας. Βάσει της φορολόγησης που επιβλήθηκε από το Πολύνομοσχέδιο, στα χίλια νόμιμα τσιγάρα το Δημόσιο εισπράττει κατ’ ελάχιστο εκατόν δεκαπέντε ευρώ.

Η Λίνα είναι τραπεζοϋπάλληλος που έχει υποστεί σημαντικές μισθολογικές περικοπές. Μέσης ηλικίας, διαζευγμένη χωρίς παιδιά, με έφεση στην προσεγμένη εμφάνιση. Τις προάλλες, περνώντας έξω από μια ακριβή μπουτίκ, αντίκρυσε στη βιτρίνα ένα δερμάτινο μπουφάν που τής άρεσε πολύ. Τιμή: εξακόσια ευρώ. Δεινή αγοράστρια, μπήκε μέσα με αδιάφορο ύφος και κοιτώντας στην αρχή κάτι άλλο ζήτησε τελικά να το δοκιμάσει. Αφού βρήκε το μέγεθός της, άρχισε το «παζάρι».

Περίοδος εκπτώσεων γαρ, πλήρωνε τοις μετρητοίς, εύκολα απέσπασε έκπτωση 50%. Ενώ ο έμπορος ανέμενε, τον ρώτησε : «Χωρίς απόδειξη; Γλυτώνεις το ΦΠΑ, εβδομήντα ευρώ». Κι ενώ εκείνος έκανε τους υπολογισμούς του στο κομπιουτεράκι, «ξαναχτύπησε»: «γλυτώνεις και το φόρο εισοδήματος άμα δεν κόψουμε απόδειξη».

Έτσι η Λίνα βγήκε με προφυλάξεις από το κατάστημα, κρατώντας τη σακκούλα παραμάσχαλα, έχοντας τελικά δώσει διακόσια ευρώ, κατευχαριστημένη. Αφήνοντας πίσω της έναν εξίσου ευχαριστημένο έμπορο.

Όπως λένε, σε μια συναλλαγή είναι παρόντες τρεις : ο πωλητής, ο αγοραστής κι ο Θεός.
Και ο Ύψιστος δεν αναμειγνύεται σε φορολογικές παραβάσεις. Σε εκατό εκατομμύρια εκτιμούνται οι διενεργούμενες καθημερινά συναλλαγές στη χώρα. Κανένας μηχανισμός δεν είναι εφικτό να τις παρακολουθήσει όλες.

Μόνο από δύο συναλλαγές, του Πέτρου και της Λίνας, με την ακλόνητη πεποίθηση ότι κάθε φορολογία που επιβάλλει είναι και νόμιμη και ηθική, το Δημόσιο θεωρεί ότι έχασε 250 ευρώ φορολογικά έσοδα. Ιδίως παραβάσεις σε συναλλαγές που αφορούν ικανοποίηση αναγκών όπως αυτές που περιγράψαμε, θεωρείται ότι οφείλουν να πατάσσονται αμείλικτα, επειδή νοούνται «παρασιτικές» καθώς δεν αναφέρονται σε ζωτικές βιοτικές ανάγκες όπως το φαγητό. Μήπως να απαγορεύαμε δια νόμου στις γυναίκες να ικανοποιούν την επιθυμία τους να αρέσουν;

Η λειτουργία της Οικονομίας υπήρξε ιστορικά, ακριβώς, η ικανοποίηση πρωτευουσών και δευτερευουσών αναγκών, ορθολογικών ή ανορθολογικών πρακτικών, ανθρωπίνων έξεων και παθών. Άλλωστε φορολόγηση του πάθους συνιστούν οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης καπνικών & αλκοολούχων προϊόντων και ο νόμιμος τζόγος με στοιχηματισμό, λαχεία και συναφή.

Και αν η φορολόγηση μιας βλαπτικής συνήθειας όπως το κάπνισμα έχει βάση στο ότι αύριο ενδέχεται η κοινωνία να καταβάλει έξοδα περίθαλψης για έναν καπνιστή, ας απαντηθεί γιατί κάποιος, ο οποίος επιθυμεί να αγοράσει με ήδη φορολογηθέν εισόδημα ένα ρούχο που έχει κατασκευαστεί με ήδη φορολογηθείσα διαδικασία, οφείλει να καταβάλει επιπλέον στο Δημόσιο το 23%  της τιμής του.

Αυτό που συνέβη είναι ότι οι σκληρές φορολογικές  επιβαρύνσεις μαζί με τον δραματικό περιορισμό του διαθεσίμου εισοδήματος έφεραν το τέλος σε ένα υπολογίσιμο τμήμα της «λευκής» οικονομίας, διευρύνοντας αντίστοιχα την αθέατη. Ένα σύνθημα που απηχεί οικονομική συμπεριφορά μοιάζει να έχει ήδη εξαπλωθεί στην κοινωνία με ταχύτητα φωτιάς σε πευκοδάσος : «όλα μαύρα – μέχρι να ξαναδούμε άσπρη μέρα».

Αυτοαπασχολούμενοι έκλεισαν γραφεία, μικροεπιχειρήσεις και καταστήματα για να αποφύγουν ενοίκια, τακτική & έκτακτη φορολογία και ασφαλιστικές εισφορές, δουλεύοντας όποτε, όπως και όπου μπορούν.

Δικηγόροι γράφουν δικόγραφα για συναδέλφους τους που ακόμα διατηρούν γραφεία ανοιχτά. Μισθωτοί απολύθηκαν σε συνεννόηση με τον εργοδότη, γράφτηκαν στην ανεργία και συνεχίζουν να εργάζονται «μαύρα» – 4 στους 10 πλέον δουλεύουν ανασφάλιστα. Επαγγελματίες της οικοδομής κάνουν εργασίες χωρίς τιμολόγηση, επισκευαστές αυτοκινήτων κάνουν service σε πυλωτές πολυκατοικιών, κομμώτριες και μανικιουρίστες καλλωπίζουν κατ’ οίκον.

Προϊόντα διατροφής διακινούνται χέρι-χέρι. Καπνός καλλιεργείται χωρίς άδεια και διοχετεύεται στην αγορά χύμα, η ανάγκη υπερισχύει του ρίσκου. Τα ιδιαίτερα φροντιστήρια, ο τουρισμός και η νυχτερινή διασκέδαση δεν υπήρξαν ποτέ «λευκά» για να γίνουν τώρα.

Αλλά αν το «μαύρο» χρήμα, σε άλλες περιοχές, μένει στη χώρα και ανακυκλώνεται, προκαλώντας υστέρηση φορολογικών εσόδων αλλά όχι αφαίμαξη ρευστότητας, από τις παραμεθόριες κατευθύνεται στις γειτονικές χώρες.

Μια εύκολη προσέγγιση του φαινομένου εκπορεύεται σήμερα σε ένα βαθμό από την επίσημη ρητορική του Υπουργείου Οικονομικών και έχει στοιχεία ηθικολογίας. Είτε για 5 ευρώ από ένα τοστ είτε για 500 εκατομμύρια ευρώ από λαθρεμπόριο καυσίμων είσαι φοροφυγάς. Είναι έτσι;

Η φορολογία ή η έλλειψή της είναι το κατεξοχήν εργαλείο κατανομής του εισοδήματος σε μια κοινωνία. Και δεδομένου ότι τα ανθρώπινα όντα μάχονται αδιάκοπα για κατανομή των διαθέσιμων πόρων, είναι το απόλυτο πεδίο κοινωνικής διαμάχης. Οι κοινωνίες προοδεύουν όταν από την εφαρμοζόμενη φορολογική πολιτική δεν δημιουργείται διάχυτη αίσθηση κοινωνικής αδικίας και το αντίστροφο. Όπως επίσης μια κοινωνία είναι «διατηρήσιμη» όταν όλοι νοιώθουν μέρος ενός όλου.

Η διάσταση της ισότιμης συμμετοχής σε ένα “κοινό” έχει διαρραγεί λόγω της τεράστιας ανισοκατανομής των εισοδημάτων. Οι πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις τα τελευταία τριάντα χρόνια δημιούργησαν δυο ακραίως άνισα κοινωνικοοικονομικά και αριθμητικά στρατόπεδα.

Από τη μια, μία «υπερτάξη» εξόχως προνομιούχων, οι οποίοι πλούτισαν ασύλληπτα από την καταλήστευση –και καταχρέωση-του Κράτους, δηλαδή του κοινού ταμείου, είτε ως πολιτικοί παράγοντες είτε ως κρατικοί αξιωματούχοι είτε ως προμηθευτές του Δημοσίου. Όλοι αυτοί, ατιμώρητοι άπαντες πλην ελαχίστων, μαζί με μεσαίας εμβέλειας παρατρεχάμενους, μαζί με αυτόνομους ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, αριθμούν κάπου το 1-2%. Στις ποιοτικές μετρήσεις των δημοσκοπήσεων ένα αντίστοιχο ποσοστό δηλώνει ότι δεν έχει επηρεαστεί από την κρίση και ότι προσδοκά «καλύτερο μέλλον».

Από την άλλη, ένα συντριπτικό ποσοστό, μέχρι πρότινος σχετικά ευημερούντων, μεσαίων στρωμάτων, μέρος των οποίων έβαλε ωσαύτως λίγο το χέρι «στο γλυκό», που σήμερα κινούνται σε κλίμακες από την εισοδηματική συμπίεση μέχρι την ανέχεια, υπόκεινται σε διαρκώς και βαρύτερη φορολογία και διαπιστώνουν διαρκή υποβάθμιση της δυνατότητάς τους να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις που τους αφορούν.
 
Εδώ ακριβώς έρχεται στο νου το γενεσιουργό αίτιο της Αμερικανικής Επανάστασης : Taxation without Representation, φορολόγηση δίχως εκπροσώπηση.

Πλησιάζουμε στο σημείο όπου η συλλογή φόρων θα έχει απονομιμοποιηθεί στη συνείδηση του μέσου πολίτη. Ακόμα και σε αυτούς, είναι πολλοί, που υπήρξαν και εξακολουθούν φορολογικά νομοταγείς. Η απάντηση στο ερώτημα, ιδίως των ξένων, «γιατί δεν εξεγείρονται οι Έλληνες με όλα αυτά που τους επιβάλλουν;», εκτός από τον λόγω ευμάρειας εκφυλισμό του μαχητικού φρονήματος, είναι ότι οι Έλληνες, μαθημένοι ιστορικά να ελίσσονται, διοχέτευσαν την οικονομική δραστηριοποίησή τους σε παράπλευρα κανάλια με σκοπό την επιβίωση.

Υπό το πρίσμα αυτό η γκρίζα οικονομία, καθώς ως «μαύρη» λογίζουμε τις εγκληματικές δραστηριότητες, δεν είναι φοροδιαφυγή. Είναι αυτοάμυνα.

Με την προϋπόθεση ότι ο απασχολούμενος σε φορολογικά αδήλωτη εργασία καλύπτει με το εισόδημα πιεστικές βιοτικές ανάγκες και δεν δημιουργεί παράνομο πλουτισμό. Μπορεί να χαρακτηριστεί φοροφυγάς ένας -υπαρκτή περίπτωση- μεσήλικας, απολυμένος, με δυο παιδιά στην εφηβεία, ο οποίος δεν έχει την παραμικρή επιδοματική στήριξη από τον κρατικό μηχανισμό, και βρήκε μια αδήλωτη απασχόληση η οποία του αποφέρει οκτακόσια ευρώ μηνιαίως – όταν το όριο φτώχειας για τετραμελή οικογένεια χωρίς ιδιόκτητη κατοικία είναι χίλια πεντακόσια ευρώ; Και όταν το Δημόσιο υποβίβασε το αφορολόγητο ετήσιο εισόδημα από τις 12.000 ευρώ στα 5.000; Τι έπρεπε να κάνει, να γίνει Μήδεια;

Μια συνηγορία για αυτή την «βλάσφημη» κατά το Υπουργείο Οικονομικών αντίληψη εδράζεται στο επίπεδο τιμών. Μεγάλο ποσοστό της διάχυτης απόγνωσης δεν οφείλεται τόσο στην μείωση των εισοδημάτων όσο στην αυξανόμενη ακρίβεια για τα βασικά είδη διαβίωσης, ιδίως στους ανελαστικούς τομείς : διατροφή, ενέργεια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Και η ακρίβεια δεν οφείλεται στα «κλειστά επαγγέλματα», στις αμοιβές λ.χ. των συμβολαιογράφων, αλλά στο ότι η πολιτικοοικονομική ελίτ με τις επιλογές της οδήγησε στην ολιγοπωλιακη διάρθρωση της αγοράς, στο σχηματισμό εμφανών και αθέατων καρτέλ τα οποία ουδέποτε θα μειώσουν τις τιμές καθώς βλέπουν τους καταναλωτές σαν ζώα προς σφαγή και όχι ως συν-πολίτες. Ενώ τα είδη σούπερ-μάρκετ ελέγχονται κατά 80-90% από μια ολιγομελή ομάδα ξένων πολυεθνικών που φοροδιαφεύγουν με ενδοομιλικές συναλλαγές.

Υπάρχει άλλη μία κρισιμότατη διάσταση στη φοροδιαφυγή, που άπτεται του πλέον συζητούμενου θέματος της εποχής : ανάπτυξη. Ό,τι βλέπετε ακόμα γύρω σας να κινείται στην Οικονομία χρηματοδοτείται σε μεγάλο ποσοστό από τη γκρίζα οικονομία. Είναι αυτή που μειώνει κάπως τις κοινωνικές επιπτώσεις της διάχυτης οικονομικής δυσπραγίας.

Τα φορολογούμενα εισοδήματα κατευθύνονται κυρίως σε φόρους, δάνεια και λογαριασμούς. Οι τράπεζες έχουν σταματήσει τις χρηματοδοτήσεις. Επί πλέον η Τρόικα απαγόρευσε την χρηματοδότηση δραστηριοτήτων που θεωρεί “ριψοκίνδυνες”, διότι φοβάται ότι θα δημιουργήσουν νέα “κόκκινα” δάνεια και επισφάλειες, στραγγαλίζοντας έτσι οριστικά την αγορά. Οι πολυεθνικές ενδιαφέρονται μόνο να πουλάνε πανάκριβα, προϊόντα που τούς έχουν κοστίσει φτηνότατα, όπως η Apple πουλάει 700 ευρώ ένα iPhone που κοστίζει 70 ευρώ, γι’ αυτό έστειλαν την παραγωγή στα “ιδρωτομάγαζα” της Ασίας.
 
Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν απαγορευτεί από το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού.
Από που λοιπόν θα προέλθει η ανάπτυξη και οι πολυπόθητες θέσεις εργασίας; Από τη συγκέντρωση μιας κρίσιμης ποσότητας χρήματος από την γκρίζα οικονομία, η οποία θα περάσει στη σφαίρα της νόμιμης οικονομίας. Αυτή η θεώρηση, σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, όπου η  παραοικονομία εκτιμάται σήμερα σε 43 δις ευρώ ή 24% του ΑΕΠ, αλλά και για τις ίδιες τις ΗΠΑ, όπου πάνω από 2 τρις δολλάρια ή πάνω από 15% του ΑΕΠ κινούνται στη σφαίρα της παραοικονομίας, ενώ και εκεί, πέρα από τους χρηματιστηριακούς δείκτες που αφορούν τις μεγάλες εταιρείες, επικρατεί οικονομική καχεξία.

Από τις ΗΠΑ έρχεται πάλι η επιβεβαίωση της διαχρονικής αντιμετώπισης του ρευστού χρήματος, το οποίο οι εγχώριοι ταλιμπάν θέλουν να εξοβελίσουν από τις συναλλαγές σαν το κατεξοχήν όργανο του Διαβόλου, της φοροδιαφυγής. Μην νοιώθετε ένοχοι αν έχετε κρύψει κάπου λίγα ευρώ για ώρα  ανάγκης. Και οι Αμερικανοί επίσης, κρατούν μεγάλα ποσά στα χέρια τους. Παρά τις αμέτρητες καμπάνιες με “κατάρες” κατά των μετρητών, που χρηματοδοτούνται συνήθως από τις εταιρείες πιστωτικών καρτών, οι οποίες επίσης εξαγοράζουν πολιτικούς και κρατικούς αξιωματούχους για να εξαπολύουν μύδρους κατά των συναλλαγών με μετρητά.

Οφείλει εδώ να σημειωθεί ότι έλεγχος σε παρόμοιο βαθμό της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, παρακολούθηση δηλαδή κάθε οικονομικής κίνησης, στην ουσία όλης τους τής ζωής, όπως αυτός που προωθείται, ιστορικά δεν επιδιώχθηκε ούτε από τα αυταρχικότερα, υποτίθεται, καθεστώτα. Για την περίπτωση λοιπόν ο κατά τα άλλα αμφιλεγόμενος Μπέπε Γκρίλο έχει δίκιο:  «τα όσα εκτυλίχθηκαν στην Κύπρο διαψεύδουν για μία ακόμη φορά αυτά που υποστηρίζουν οι τράπεζες και οι δημοσιογράφοι, που μιλούν άσκοπα για καταπολέμηση του ρευστού χρήματος, σαν να πρόκειται για υπεράσπιση του πολιτισμού. Πρόκειται για ψεύδη, διότι κανένα άλλο μέσο πληρωμής δεν προσφέρει ίδια προστασία και εγγυήσεις σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα διάθεσης όπως το ρευστό χρήμα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έστειλε στην Κύπρο πέντε δισεκατομμύρια ευρώ σε χαρτονομίσματα, όχι σε πιστωτικές κάρτες».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

top