Tο facebook, το Amazon, το twitter και πολλές άλλες μεγάλες επιχειρήσεις στην σημερινή οικονομία, η οποία χρησιμοποιεί εκτεταμένα τα δεδομένα (στμ. big data) έχουν ένα κοινό: κερδίζουν χρήματα θερίζοντας προσωπικά δεδομένα. Κάποια από αυτά έχουν δοθεί οικειοθελώς, ίσως με περισσή ευκολία.

Περισσότεροι από 1,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν παραχωρήσει κάποια από τα πιο πολύτιμα προσωπικά τους δεδομένα στο facebook με αντίτιμο την δυνατότητα να κάνουν like και να μοιράζονται φωτογραφίες γατιών. Το Amazon ξέρει σχεδόν εξίσου πολλά για τους πελάτες του όσα και οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Το twitter ξέρει τι σκέφτεστε και πότε το σκέφτεστε.

Επιπλέον, καθώς όλο και περισσότερα πράγματα στη ζωή μας μεταφέρονται online, στο διαδίκτυο, ο όγκος των δεδομένων που δημιουργούμε, είτε ενεργώντας με κάποιο τρόπο είτε παθητικά, θα αυξηθεί εκρηκτικά. Εταιρίες όπως το facebook ήδη βγάζουν σημαντικά κέρδη από το γεγονός ότι οι χρήστες τους είναι ταυτόχρονα και τα προϊόντα τους: το «κόστος των πρώτων υλών» είναι σχεδόν μηδενικό γιατί αυτοί οι χρήστες δεν έχουν ιδέα πόσο αξίζουν τα προσωπικά τους δεδομένα. Όπως το θέτει ο Τζάρον Λανιέ, ένα διορατικός επιστήμονας της πληροφορικής, «η κυρίαρχη αρχή της νέας οικονομίας είναι η απόκρυψη της αξίας της πληροφορίας… Αποφασίσαμε ότι δεν θα πληρώσουμε τους περισσότερους ανθρώπους για τους νέους ρόλους που φέρνουν σε πέρας και οι οποίοι έχουν αξία σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες. Οι καθημερινοί άνθρωποι «μοιράζονται» ενώ μια ελίτ δικτύων του διαδικτύου δημιουργεί τεράστιες περιουσίες.» Ως αποτέλεσμα, ο κ. Λανιέ φοβάται ότι «θα λάβει χώρα μια εκτεταμένη μείωση δικαιωμάτων και αντιπροσώπευσης».

Αυτά τα θέματα απασχολούν εδώ και καιρό την Τζένιφερ Λιν Μορόν, μια Αμερικανίδα που κατοικεί στο Λονδίνο. Για να ανακτήσει σε κάποιο βαθμό τον  έλεγχο και την ιδιοκτησία των προσωπικών  της δεδομένων (και άλλων περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με την ύπαρξή της) αποφάσισε να γίνει η Jennifer Lyn Morone™ Inc (JLM), και όπως όλες οι υποψιασμένες εταιρίες άνοιξε βιβλία στην πολιτεία του Ντέλαγουερ των ΗΠΑ.

Η JLM είναι μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να καθοριστεί η αξία ενός ατόμου στην οικονομία της πληροφορίας. Όπως την περιγράφει το επιχειρηματικό πλάνο της κας Μορόν, η JLM «αποκτά αξία από τρεις πηγές, και νομικά προστατεύει και παραχωρεί δικαιώματα για το συνολικό προϊόν της Τζένιφερ Λιν Μορόν.» Αυτές οι τρεις πηγές είναι η συσσώρευση, κατηγοριοποίηση και αξιολόγηση των δεδομένων που παράγονται σαν αποτέλεσμα της ζωής της κας Μορόν, των εμπειριών και των δυνατοτήτων της, τα οποία προσφέρονται ως βιολογικές, φυσικές και πνευματικές υπηρεσίες, όπως επίσης και η πώληση του μελλοντικού δυνητικού προϊόντος της υπό την μορφή μετοχών.

Φορώντας ένα ανδρικό κουστούμι που προφανέστατα δεν της κάνει – ίσως για να τονίσει ότι αυτός δεν είναι ένας φυσικός ρόλος γι’ αυτήν – η κα Μορόν περιγράφει το σκεπτικό της σε αυτό το σύντομο βίντεο.

Μπορεί να μην είναι ο φυσικός της ρόλος, αλλά τον παίρνει αρκετά σοβαρά. Όταν η JLM τεθεί πλήρως σε λειτουργία αυτό το φθινόπωρο, όλα τα δεδομένα που θα παράγονται από τη ζωή της θα απαθανατίζονται και θα αποθηκεύονται στους δικούς της server – μια προσπάθεια θα επανακτήσει τον έλεγχο της πληροφορίας που μέχρι τώρα συνεκμεταλλεύονται εταιρίες και άλλες οντότητες (Γειά σου Εθνική Υπηρεσία Ασφάλειας των ΗΠΑ!). Για να το πετύχει αυτό, η κα Μορόν και μια ομάδα φίλων της, ειδικών στους υπολογιστές, αναπτύσσουν μια συσκευή με πολλαπλούς αισθητήρες την οποία θα φορά σχεδόν πάντα («δεν είναι ακόμη αδιάβροχη,» επισημαίνει), καθώς και μια εφαρμογή λογισμικού γνωστή ως Database of Me (στμ. Η Βάση Δεδομένων του Εαυτού μου), ή DOME, η οποία θα αποθηκεύει και θα διαχειρίζεται όλα τα δεδομένα που παράγει. Ο απώτερος στόχος της JLM είναι να δημιουργήσει μια πλατφόρμα λογισμικού  για την διαχείριση προσωπικών δεδομένων – εταιρίες και άλλες οντότητες θα μπορούν να αγοράσουν δεδομένα από την εφαρμογή  DOME μέσω της πλατφόρμας, αλλά το πώς θα χρησιμοποιήσουν αυτά τα δεδομένα θα περιορίζεται με την χρήση κρυπτογράφησης ή data-tagging. Το λογισμικό λοιπόν θα λειτουργεί ως ένα αυτοματοποιημένος μεσίτης δεδομένων εκ μέρους του ατόμου. 

Μέχρι να ετοιμαστεί το DOME, κάτι που η κα Μορόν ελπίζει ότι θα γίνει πριν το τέλος του έτους, τα όλο και αυξανόμενα δεδομένα που συγκεντρώνει η JLM θα είναι ορατά στην ιστοσελίδα του DOME και της ίδιας –παρά το γεγονός ότι, ενόσω η κα Μορόν αποκτά περισσότερο έλεγχο επί των δεδομένων της, στοχεύει να μεταμορφώσει αυτή την διαφάνεια σε αδιαφάνεια. Τα δεδομένα θα τα συλλέγει αποκλειστικά η ίδια και μόνο η JLM θα αποφασίζει πώς και πού μπορούν να ειδωθούν, χρησιμοποιηθούν, πουληθούν, ανταλλαχθούν ή δωρηθούν.  Κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί μεγάλη πρόκληση: κάποια από τα πιο πολύτιμα δεδομένα της JLM, όπως οικονομικές συναλλαγές και ιατρικά αρχεία, είναι εξ’ ορισμού υπό τον έλεγχο άλλων οργανισμών (όπως οι τράπεζες), αν και η κα Μορόν θα έχει τη δυνατότητα να τα επαναπακετάρει και να τα ξαναπουλήσει (τα δεδομένα μπορούν να πουληθούν πολλές φορές χωρίς να χάσουν την αξία τους).

Όμως, όπως επισημαίνει στο επιχειρηματικό της σχέδιο, η κα Μορόν δεν σταματά στα δεδομένα. Όταν έπαιρνε σάρκα και όστα η ιδέα να μετατρέψει τον εαυτό της σε επιχείρηση, υπολόγισε τα ποσά που είχαν ήδη επενδυθεί στην JLM, στα 35 χρόνια της ύπαρξής της πριν την μετατροπή της σε επιχειρηματική οντότητα. Η μητέρα της υπολόγισε πόσο κόστισε να την μεγαλώσει σαν παιδί, προστέθηκαν τα έξοδα των πανεπιστημιακών σπουδών της, όπως επίσης και μια μικρή κληρονομιά και τα εισοδήματά της μέχρι σήμερα. Μετά την προσαρμογή των αριθμών ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν ο πληθωρισμός, το σύνολο ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο δολάρια και όπως εξομολογείται η κα Μορόν, την εξόργισε πόσο μικρά έσοδα παρήγαγε αυτή η επένδυση. Έτσι, καθώς έχει καθόλου ευκαταφρόνητα σπουδαστικά δάνεια να ξεπληρώσει, η διαχείριση της JLM (η ίδια η κα Μορόν) πήρε την στρατηγική απόφαση να εκμεταλλευτεί όλα τα περιουσιακά της στοιχεία, τουλάχιστον μέσα στα πλαίσια που αισθάνεται άνετα σε ότι αφορά ηθικά θέματα.
'
Eτσι, πέρα των δεδομένων, θα προσφέρει μια σειρά βιολογικών υπηρεσιών, από πλάσμα αίματος στα 50 δολάρια και μυελό των οστών ($5,100) μέχρι ωάρια, τα οποία τιμολογεί στα 170.000 δολάρια το καθένα. Γιατί τόσο ακριβά; «Παρά το γεγονός ότι είμαι σχετικά μεγάλη, γεγονός που καθιστά τα ωάριά μου λιγότερο πολύτιμα, είναι πολύτιμα για μένα καθώς υπάρχει μόνο πεπερασμένος αριθμός και όταν αυτή η πηγή εσόδων στερέψει, στέρεψε.» Προς πώληση είναι και πνευματικές υπηρεσίες όπως η επίλυση προβλημάτων (για την υπηρεσία αυτή υπάρχει έκπτωση σε περίπτωση που υπάρξει αντίστοιχο όφελος και για την JLM, όπως για παράδειγμα απόκτηση γνώσης), φυσική εργασία (είναι καλή κηπουρός) καθώς και περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν έχουν ακόμα τιμολογηθεί: η κα Μορόν ακόμη προσπαθεί να καταλήξει στην τιμολόγηση υπηρεσιών τις οποίες σήμερα παρέχει δωρεάν, όπως η συμπόνια. Αλλά ως JLM, πρέπει να ποσοτικοποιήσει και να εξαργυρώσει τέτοιες υπηρεσίες με στόχο να υπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα των σημερινών και μελλοντικών μετόχων. Καθώς τα έξοδά της είναι χαμηλά, ελπίζει όταν θα έχει αξιοπρεπή κέρδη.

Η κα Μορόν παραδέχεται ότι όλο αυτό είναι ένα πείραμα, το οποίο όπως λέει είναι αποφασισμένη να συνεχίσει παρά το γεγονός ότι την φοβίζει λίγο. Επιπλέον, το να είναι κανείς ένα άτομο-επιχείρηση έχει και τα πλεονεκτήματά του, όπως φοροαπαλλαγές, περιορισμένη ευθύνη κοκ. Στον αντίποδα, οι εταιρίες δεν μπορούν να παντρευτούν, παρά το γεγονός ότι μπορούν να συμμετέχουν σε νόμιμους συνεταιρισμούς. Αλλά η κα Μορόν πρώτα απ’ όλα προσπαθεί να αποδείξει κάτι: ότι τα προσωπικά δεδομένα είναι πιο πολύτιμα απ’ όσο καταλαβαίνει η πλειοψηφία των ανθρώπων και ότι αν τα άτομα μπορούν να επανακτήσουν τον έλεγχο τουλάχιστον κάποιου μέρους αυτών των δεδομένων, τότε μπορεί να έχουν την δυνατότητα να ωφεληθούν οικονομικά. Τελικά, η οικονομία των δεδομένων θα πρέπει να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση αν πρόκειται να είναι βιώσιμη: καμία αγορά δεν μπορεί να ανθίσει μακροπρόθεσμα χωρίς κάποια έννοια της δίκαιης ανταλλαγής.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

top