Η παρακολούθηση ευρείας κλίμακας την οποία διεξάγουν οι υπηρεσίες πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αρχίζει να έχει συνέπειες για την ελευθερία του Τύπου και για τη δημοκρατία στη χώρα αυτή, προειδοποιεί μια έκθεση που δημοσίευσε σήμερα η σημαντικότερη αμερικανική οργάνωση προάσπισης των πολιτικών ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων.

Η έκθεση, προϊόν μελέτης της Αμερικανικής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες (American Civil Liberties Union, ACLU) και της μη κυβερνητικής οργάνωσης Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch, HRW) συμπεριλαμβάνει τις γνώμες που εκφράστηκαν σε συνεντεύξεις με 92 δημοσιογράφους, νομικούς, πρώην και εν ενεργεία κυβερνητικούς αξιωματούχους. Το συμπέρασμά της είναι αναμφίβολο: τα προγράμματα παρακολούθησης που δημιουργήθηκαν από την Ουάσινγκτον με στόχο να προληφθούν οι επιθέσεις τρομοκρατών υπονόμευσαν την ελευθερία του Τύπου, το δικαίωμα της κοινής γνώμης να ενημερώνεται, καθώς και το δικαίωμα στη νομική βοήθεια.

«Το έργο των δημοσιογράφων και των δικηγόρων βρίσκεται στην καρδιά της δημοκρατίας μας», επισήμανε ο βασικός συγγραφέας του κειμένου, ο Άλεξ Σίνχα. «Όταν επηρεάζεται το δικό τους έργο, επηρεαζόμαστε κι εμείς», τόνισε. Ανάμεσα στα πρόσωπα που έδωσαν συνεντεύξεις είναι 46 δημοσιογράφοι που εργάζονται σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, περιλαμβανομένων και αρκετών που έχουν βραβευτεί με Πούλιτζερ, μια τιμητική διάκριση που διατηρεί σημαντικό κύρος.

Εξήγησαν ότι οι αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν για το εύρος των παρακολουθήσεων της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (NSA) των ΗΠΑ είχαν ως αποτέλεσμα οι συνήθεις πηγές των δημοσιογράφων να το σκέφτονται δύο φορές πριν μιλήσουν στους δημοσιογράφους, ακόμη και για θέματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ευαίσθητα ή εμπιστευτικού χαρακτήρα, λόγω του φόβου πως θα μπορούσαν να στερηθούν την άδεια πρόσβασής τους σε απόρρητα και διαβαθμισμένα έγγραφα ή πως θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πειθαρχικές κυρώσεις ή ακόμη και ποινικές διώξεις για διαρροές με την κατηγορία της αποκάλυψης κρατικών μυστικών.

Όλο και περισσότεροι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν πλέον εξελιγμένες τεχνικές κρυπτογραφίας για τις επικοινωνίες τους, σημειώνεται στην έκθεση. Ορισμένοι δεν μιλούν παρά μόνο μέσω προπληρωμένων τηλεφώνων και αποφεύγουν πλέον εντελώς τις επικοινωνίες μέσω του Διαδικτύου.
 
«Σαν λαθρέμποροι ναρκωτικών»
Δημοσιογράφοι είπαν ακόμη πως πιστεύουν ότι απλώς και μόνον το αντικείμενο της εργασίας τους σημαίνει ότι στα μάτια των αμερικανικών αρχών είναι εξ ορισμού ύποπτοι και στόχοι παρακολούθησης. «Υπάρχουν ήδη οκτώ ποινικές διώξεις εναντίον πηγών (σ.σ. δημοσιογράφων επί των ημερών της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα) από τρεις προηγουμένως, και αυτό φυσικά δεν έχει μείνει απαρατήρητο από εμάς και από τις πηγές μας», εξηγεί ο Τσάρλι Σάβατζ, ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας New York Times που έχει τιμηθεί με το βραβείο Πούλιτζερ. «Τα πράγματα γενικά επιδεινώθηκαν αφότου ο Σνόουντεν δημοσίευσε αυτά τα έγγραφα» σχολίασε ο Πίτερ Μάας, ένας δημοσιογράφος ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένως με τις αποκαλύψεις για την NSA.

Μια ομάδα 42 δικηγόρων ειδικευμένων στο ποινικό και στο αστικό δίκαιο αλλά και το σύστημα δικαιοσύνης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων έκανε επίσης λόγο περί ενός κλίματος όσο και περισσότερο αρνητικού σε ό,τι αφορά την προάσπιση της εμπιστευτικότητας. Ορισμένοι από τους δικηγόρους ανέφεραν ότι χρησιμοποιούν τεχνικές παρόμοιες με αυτές των δημοσιογράφων για να αποφεύγουν την παρακολούθησή της δραστηριότητάς τους στο διαδίκτυο και των τηλεφωνικών τους συνδιαλέξεων.

«Είμαι έξαλλος λόγω της ιδέας ότι πρέπει να συμπεριφέρομαι σαν λαθρέμπορος ναρκωτικών» απλά και μόνο «για να προστατεύω τον ιδιωτικό χαρακτήρα των συνομιλιών με τους πελάτες μου», επισήμανε ένας δικηγόρος που έδωσε συνέντευξη στην ACLU.  «Οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτοπροβάλλονται ως ένα υπόδειγμα ελευθερίας και δημοκρατίας, αλλά τα προγράμματα παρακολούθησης απειλούν τις αξίες που αντιπροσωπεύουν», σχολίασε ο Σίνχα.

Οι συγγραφείς της έκθεσης πήραν συνεντεύξεις από πέντε ανώτερους αξιωματούχους της αμερικανικής κυβέρνησης, —εν ενεργεία και συνταξιούχους— οι οποίοι «είναι ενήμεροι για τα προγράμματα παρακολούθησης» των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ.
 
Το γεγονός ότι η NSA καταγράφει τηλεφωνικά «μεταδεδομένα» έχει εντείνει τους φόβους των κυβερνητικών στελεχών για τις επαφές τους με τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ, καθώς «οποιαδήποτε αλληλεπίδραση —κάθε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κάθε τηλεφωνική κλήση— υπάρχει κίνδυνος να αφήσει ένα ψηφιακό ίχνος που θα μπορούσε κατόπιν να χρησιμοποιηθεί σε βάρος τους», επισημαίνεται στην έκθεση.

Η κυβέρνηση του Ομπάμα αντιμετωπίζει πολύ πιο επιθετικά από τις προηγούμενες όσους διαρρέουν πληροφορίες και τους καταμηνυτές ατασθαλιών και μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν, του πληροφορικού ο οποίος εργαζόταν ως συμβασιούχος στην NSA, ενέτεινε τις προσπάθειές της να εντοπίζει «απειλές εκ των έσω»: δημόσιους λειτουργούς που ενδεχομένως θα ήθελαν να διαρρεύσουν πληροφορίες, σύμφωνα με την έκθεση. Το κείμενο καλεί τον πρόεδρο Ομπάμα και το Κογκρέσο να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις σε ό,τι φορά τα προγράμματα παρακολουθήσεων των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, να μειώσει τη μυστικότητα, να αυξήσει τη διαφάνεια και να προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στους καταμηνυτές ατασθαλιών.

Η Βουλή των Αντιπροσώπων υπερψήφισε τον Μάιο ένα νομοσχέδιο που προβλέπει την κατάργηση της μαζικής συλλογής τηλεφωνικών δεδομένων από την NSA. Το νομοσχέδιο αυτό βρίσκεται ακόμη υπό εξέταση στη Γερουσία.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

top